- σπογγίᾳ
- σπογγίαι , σπογγίαςmasc nom/voc plσπογγίᾱͅ , σπογγίαςmasc dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπογγιά — σπογγιά̱ , σπογγιά sponge fem nom/voc/acc dual σπογγιά̱ , σπογγιά sponge fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγία — σπογγίᾱ , σπογγίας masc nom/voc/acc dual σπογγίας masc voc sg σπογγίᾱ , σπογγίας masc voc sg (attic) σπογγίᾱ , σπογγίας masc gen sg (doric aeolic) σπογγίας masc nom sg (epic) σπογγίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγιᾷ — σπογγιά sponge fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγία — η, ΝΜΑ, και σπόγγια Ν, και αττ. τ. σπογγιά και ιων. τ. σπογγιή Α νεοελλ. ζωολ. γένος δημοσπόγγων που περιλαμβάνει τους περισσότερο γνωστούς «μαλακούς» εμπορεύσιμους σπόγγους με πιο κοινό είδος το Spongia officinalis, αλλ. ευσπογγία μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
σπογγιᾶι — σπογγιᾷ , σπογγιά sponge fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγιάν — σπογγιά̱ν , σπογγιά sponge fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγιάς — σπογγιά̱ς , σπογγιά sponge fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγίας — σπογγίᾱς , σπογγίας masc acc pl σπογγίᾱς , σπογγίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγιαῖς — σπογγιά sponge fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγιαί — σπογγιά sponge fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)